Sunday, July 17, 2011

Μεθυσμένα αστέρια

Μέσα στο άπειρο της νύχτας κάνω άδειες σκέψεις
συλλογίζομαι ανθρώπους και θυμάμαι λέξεις
μη πιστέψεις πως σε ξέχασα ή πως θα σε ξεχνούσα
γιατί πάντα θα'σαι η μορφή που αγαπούσα.
Αναλογίζομαι τα τόσα που'χω ζήσει μαζί σου
πόνο, γέλια, μίση λάθη, δάκρυα και πάλι πίσω
όταν είσαι πλάι μου νομίζω πως θα σε λιανίσω
μα μακριά μου όταν φεύγεις θα'θελα να σε φιλήσω.
Μια αγκαλιά, ένα φιλί, το σώμα μου μες το δικό σου
για να νιώσεις πως εγώ ίσως να είμαι ο άνθρωπος σου
η ζωή έχει μυστήριους τρόπους για να σε δουλεύει
σε τσακίζει, σε εκνευρίζει ή θα σε τσαμπουκαλεύει.
Δεν μπορώ να εξηγήσω τι συμβαίνει με εσένα
πάντως σίγουρα μιλάω για ό,τι παίζει με μένα.
Η ζωή θα είναι ρόδα και γυρνά σαν να'ναι σβούρα
και στα κάτω της σου αφήνει μόνο εμπόδια και σαβούρα
ίσως είναι μια νεράιδα από πόθο στερημένη
και ξεκλέβει απ΄τους θνητούς ότι συναίσθημα ξεμένει.
Ίσως να'ναι ένα μαχαίρι που για το αίμα μας διψάει
θέλει να μας τυραννάει και στο σκότος μας πετάει.
Ή τουλάχιστον για μένα η ζωή είναι καριόλα
διότι στην αγάπη δεν μ'αφήνει να τα έχω όλα.
Με τσιγάρο μες το στόμα και μια κολλητή παρέα
βλέπω στα ψηλά και θέλω τόσα πράγματα ωραία
γιατί μεθυσμένα τ'άστρα και αλήτης ο ουρανός
μόνο από τη φαντασία μου δεν θα κλέψουν το φως.... 

Tuesday, May 3, 2011

Και ξανά απ΄την αρχή

Δεν είν' απλά το βλέμμα σου που λιώνει την καρδιά μου,
 δεν είναι μόνο τ' άγγιγμα  που καίει τα φτερά μου,
δεν είν' ο λόγος σου απλά που κλέβει τη μιλιά μου,
Ο ίδιος συ, το πιο βαρύ απ'τ' άμαρτηματά μου.

Είσαι μυστήρια έμπνευση, μια ιδέα αμαρτωλή,
ένα γλυκόπιοτο αγκάθι μέσα στα πλευρά μου.
Σαν ψίθυρος γλυκιάς ντροπής μέσα στα μυστικά μου,
 ο απαγορευμένος ο καρπός στα ονείρατα μου.

Ένα οικείο άρωμα, το πιο μεθυστικό μου,
μια φαντασία μόνιμα θαμμένη στο μυαλό μου.
Με κοίταξες σαν άγγελος, σαν δαίμων με κολάζεις,
τα μέσα μου ανατάραξες και με ανατριχιάζεις.

Θέλω να σε αγγίξω μα δεν είσαι κοντινά μου,
να σε φιλήσω μα εσύ πηγαίνεις μακριά μου.
Χάσμα μάφήνει χώρια σου που θέ' να ξεπεράσω,
 ένα πυργί ακανθωτό που θέλω να το σπάσω.

Και αν είναι η αγάπη αμάρτημα, χαρά μου ν'αμαρτήσω,
αφού απο τα μέσα μου σε δεν μπορώ να σβήσω.

Saturday, February 26, 2011

Αναλαμπή

Κοίταζε τα ψηλότερα, πολυώροφα κτίρια απο την θαλπωρή του δωματίου της, μέσα απο το παράθυρό της. Άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθειά τζούρα. Σκεπές ανεμοδαρμένες, καλυμμένες με σκουριά και σιδεριές, ραγισμένα τοιχάκια, βρώμικα δάπεδα με πολύχρωμους λεκέδες. Το αγέρι λυσσομανάει παιχνιδίζοντας ανάμεσα στις κεραίες, και εκείνη σκέφτεται τι συνέβη... 'Πως γίνεται να είναι...', σκέφτηκε, 'δεν μπορεί όλα να τελείωσαν. Τόσο γρήγορα? Τόσο κοφτά? Σιχαίνομαι....Γιατί συνειδητοποιώ πως υπήρξα ένα τίποτα σε ο,τι έγινε, νιώθω σαν ένα κακοπαιγμένο στακάτο σε μια τόσο μεγάλη ιστορία... μόνο αυτό με πονά πιο πολύ.' Παρατηρώντας χαρακτηριστικά την κακοφορμισμένη οροφή της απέναντι πολυκατοικίας, πρόσεξε κάτι το ξαφνικό, το αναπάντεχο. Δίπλα απο την είσοδο της οροφής, κατεστραμμένη σε μια γωνία, μια μικρή φωλιά πουλιών, πεσμένη στο πάτωμα.Κάτι επάνω σε αυτό το κατεστραμμένο πια μικρό σπίτι την έκανε να μην μπορεί να ανασύρει το βλέμμα της από αυτό. Ο καθένας στη θέση της θα προσπερνούσε κάτι τόσο κοινό και ασήμαντο, όμως όχι εκείνη. Όταν είσαι συναισθηματικά ευάλωτος, το καθετί έξαφνα αποκτά ένα μοναδικό ενδιαφέρον, από το μεγαλύτερο ως και το μικρότερο αντικείμενο. Οτιδήποτε για να ξεφύγει το μυαλό απο εκείνο που πλήγωσε την ψυχή και άφησε το σώμα ραγισμένο γυαλί. Αφού για κάμποση ώρα περιεργάστηκε το μισοδιαλυμένο ερείπιο μετα περισσής περιέργειας, πάγωσε. Ποικίλες σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό της, και ξαφνικά, σταμάτησαν. Στο ωχρό πρόσωπό της χαράχτηκε ένα αχνό μειδίαμα και στα μάγουλά της ένα καυτό δάκρυ κύλησε. Τότε εκείνη σκέφτηκε: ''Τα πουλιά που ζούσαν εκεί πάνω δεν πρόλαβαν να στεριώσουν, ο άνεμος γκρέμισε τη φωλίτσα τους μονομιάς. Δεν απορώ που φοβάμαι να παλέψω, τόσος κόπος και έννοιες για να ανέβεις επίπεδο στη ζωή σου, και ξαφνικά ένας καταραμένος άνεμος σπρώχνει με μανία όλη μου την προσπάθεια στέλνοντας τη στα κομμάτια. Το άσχημο είναι ότι όσο πιο ψηλά χτίζεις τις ελπίδες σου, τόσο πιο πολύ θα πονέσει το θέαμα της κατάρρευσης τους... Οπότε απλά δεν χτίζεις ελπίδα, '' είπε, και έσβησε το τσιγάρο.

Monday, February 14, 2011

Εναντίωση σε ό,τι σε υποτάσσει..

Τι είναι τούτη η αποκοτιά που με λογχίζει?
Η ακαταμάχητη ανάγκη να φωνάξω μες το πλήθος?
Να σφηνώσω την  σφαιρική άποψή μου στο κεφάλι κάθε εκμηδενιστή, να ψηφίσω τις απροσπέλαστες γραφικότητες και προκαταλήψεις με το νεανικό μου θράσος?
Τι είναι τούτη η αβάσταχτη ανάγκη για μια συμφωνία? Έναν έπαινο, ένα 'μπράβο'? Ένα σημάδι οτι δεν είμαι στάσιμη στο χαώδες 'Τώρα', που σαν το φίδι κουλουριάζει κάθε σπιθαμή της ύπαρξής μας.
Τι είναι τούτα τα σημάδια που στο πρόσωπό μου καίνε? Μην είναι φόβοι, αγωνίες? Όχι, δάκρυα ήταν. Ήρθε η στιγμή να γίνει η υπέρβαση και η αμυγδαλιά να χαρίσει τους καρπούς και τ'άνθη της στον αντίξοο χειμώνα. Η ώρα που το 'Τώρα' θα τερματίσει την φαύλη επικάλυψη του ηθικού και του πνεύματος, η ώρα, που το 'Άυριο' θα φέρει την τελείωση του ατόμου, που θα χαρίσει ένα χρυσαφένιο λουλούδι στο καβουρντισμένο δάσος της κοινωνίας...Ποιοί θα με φιμώσουν? Στα κομμάτια... δεν μπορείς να κλέψεις την ελευθερία των σκέψεων απο ένα σύννεφο, απο μια ύπαρξη ήσσονος σημασίας...Καλύτερα να φθαρώ και να χαθώ με τις ελεύθερες σκέψεις μου, παρά να αλλοιωθούν τα πιστεύω μου και να υποταχθώ στη διαφθορά του σήμερα.

Στη Σκιά του Φθινοπώρου...

Μια σκιά μόνη, στο δρόμο τριγυρνά,
Σκιά του φθινοπώρου τη φωνάζουν,
να εκφράσει της τα σώψυχα ζητά.

Φλόγα πυροκόκκινη τα μαλλιά της,
η ψυχή της ένα σύννεφο γαλάζιο,
μόνη είναι στα μάτια τα δικά της.

Μα δεν κοιτάς απέναντι στην όχθη,
να δείς άλλες σκιές που τριγυρίζουν,
κι οι ιδέες τους σαν φώτα λαμπυρίζουν.

Σκιά μου, ο ήλιος μας θα δυναμώσει,
Και απάνω στης πραγμάτωσης το βράχο
η αγωνία και τ'άγχος θα τελειώσει...

Υ.Γ:Κουράγιο SoA! :)

Saturday, January 15, 2011

Γιατί δεν είσαι εδώ?

Ποιός έχει το κουράγιο να λήξει την ατελείωτη θλίψη μου? Αναρωτιέμαι απο καιρό εις καιρό, άραγε θα τελειώσει ποτέ αυτός ο φαύλος κύκλος? Κοιτάω έξω απο το παράθυρο. Στα βάθη του ουρανού, τα πρώτα σύννεφα κάνουν την εμφάνισή τους, επιβλητικά και μεγάλα, στις αποχρώσεις του σταχτί. Δακρύζω. Γιατί δεν είσαι εδώ? Στο πάρκο απέναντι τα δέντρα λικνίζονται ρυθμικά με τις ριπές του Βοριά, μια γύναικα, κουκουλωμένη στο μαύρο παλτό της αγωνιά να περάσει το δρομο. Με το ζόρι κρατά το σκούφο στο κεφάλι της. Τί να είναι άραγε εκείνο που μας κάνει να αγαπάμε ατελειώτα, χωρίς περιορισμό? Κοιτάω έξω απο το παράθυρο. Τα σύννεφα έχουν ηδη συσσωρευτεί σε μια μεγαλεπίβολη μάζα μελαγχολίας, και τα πρώτα τάγματα του Στρατού των Δακρύων επιτίθενται στο χώμα. Δάκρυα....Απο δαύτα έχω μπουχτίσει, μα, πως να τους ξεφύγω?  Πως να ξεφύγει το σκυλί απο το ράπισμα του αφέντη του όταν είναι δεμένο σε ένα δέντρο απο κοντό λουρί? Απλά, καρτερικά και με πόνο, περιμένω να σταματήσουν και να χαθούν απο το παγωμένο μου  πρόσωπό... Πονώ που είσαι μακριά μου, μα πως να σου το δείξω? Είσαι μοναχά μια ανάμνηση πια, μια σκιά κοροιδευτική. Πλάσμα του αχνού φωτός που σχέδια και μορφές διαγράφει στην ψυχή μου...